αναδευτήρας

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source

Greek Monolingual

ο
το όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος.