αναθεώμαι

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

ἀναθεῶμαι (-άομαι) (Α) παρατηρώ, εξετάζω εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θεῶμαι].