αναισθητήριος

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αναίσθητος
αυτός που επιφέρει σωματική αναισθησία, ο αναισθητικός.