ανακάθαρση
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
η (Α ἀνακάθαρσις) ἀνακαθαίρω
το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα
αρχ.
καθάρισμα του στομαχιού με εμετό.