ανακατασκευάζω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
(Α ἀντικατασκευάζω)
κατασκευάζω κάτι για να αντιμετωπίσω αυτό που κατασκεύασε ο αντίπαλος
αρχ.
αντικαθιστώ.