ἀνακολυμβῶ (-άω) (Α)1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολυμβῶ].