ανακολυμβώ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ἀνακολυμβῶ (-άω) (Α)
1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια
2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολυμβῶ].