ανακτορικός
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακτορικός, -ή, -όν) ἀνάκτορον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανάκτορο ή στον άνακτα, παλατιανός, βασιλικός
2. αυτός που αφοσιώνεται στον βασιλιά.