υπερτιμώ
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
ὑπερτιμῶ, -άω, ΝΜΑ τιμῶ
αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι αξία μεγαλύτερη από την πραγματική (α. «υπερτιμά τις δυνάμεις του» β. «πότερον ὑπερτιμῶντες ὡς εὐεργέτην ἔκρυπτον αὐτόν», Σοφ.)
νεοελλ.
αυξάνω την τιμή εμπορευμάτων ή άλλων οικονομικών αγαθών, ακριβαίνω («τα τρόφιμα υπερτιμώνται καθημερινά»).