αναχρονιστικός
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο μη συγχρονισμένος, απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία από τον συγγραφέα Π. Αποστολίδη].