ανδραγαθώ

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

(AM ανδραγαθώ, -έω)
εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος
αρχ.
είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι.