ανδραγαθώ

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

(AM ανδραγαθώ, -έω)
εκτελώ γενναία πράξη, δείχνομαι γενναίος
αρχ.
είμαι άντρας αγαθός και γενναίος, δείχνομαι παληκάρι.