ανδριάντας
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
ο (AM ἀνδριάς, -άντος)
ομοίωμα άνδρα, ολόσωμο άγαλμα
αρχ.
1. ανδρείκελο
2. ως επίθ. άφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρίον.
ΠΑΡ. αρχ. ανδριαντίσκος, αρχ.-μσν. ανδριαντάριον.
ΣΥΝΘ. ανδριαντοποιός, μσν. ανδριαντογλύφος, ανδριαντοεργάτης, ανδριαντοπλάστης].