ανδροφόνος
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
ἀνδροφόνος, -ον (Α)
1. εκείνος που φονεύει άνδρες, φονικός, θανατηφόρος
2. δολοφόνος
3. (για γυναίκα) η συζυγοκτόνος.