ανείκαστος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)
εικάζω
νεοελλ.
1. ανεπάντεχος
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός
2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος.