ανείκαστος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)
εικάζω
νεοελλ.
1. ανεπάντεχος
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός
2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος.