ανεκπαίδευτος
Greek Monolingual
-η, -ο
εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο].
-η, -ο
εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο].