εκπαιδεύω
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
(AM ἐκπαιδεύω)
μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση του χαρακτήρα τών μαθητών
μσν.- νεοελλ.
εξασκώ στη στρατιωτική ζωή
νεοελλ.
εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («εκπαιδεύω νεοσυλλέκτους, εκπαιδεύω σκύλους κ.λπ.»)
αρχ.
1. ανατρέφω καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του ηλικία ώς τα νεανικά του χρόνια
2. διδάσκω κάποιον κάτι.