εκπαιδεύω
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek Monolingual
(AM ἐκπαιδεύω)
μορφώνω με τη διδασκαλία και την αγωγή, παρέχω γνώσεις, καλλιεργώ δεξιότητες και προσπαθώ να συμβάλλω στη διάπλαση του χαρακτήρα τών μαθητών
μσν.- νεοελλ.
εξασκώ στη στρατιωτική ζωή
νεοελλ.
εξασκώ με ειδική μέθοδο για ορισμένο σκοπό («εκπαιδεύω νεοσυλλέκτους, εκπαιδεύω σκύλους κ.λπ.»)
αρχ.
1. ανατρέφω καθοδηγώντας κάποιον από την παιδική του ηλικία ώς τα νεανικά του χρόνια
2. διδάσκω κάποιον κάτι.