ανεμομαχία

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνεμομαχία)
νεοελλ.
1. η πάλη του πλοίου με δυσμενή άνεμο
2. η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
αρχ.
η σύγκρουση αντίθετων ανέμων.