ανεμότρατα

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

η
1. τράτα, δίχτυ που σύρεται από ιστιοφόρο
2. το ιστιοφόρο που σέρνει την τράτα.