τράτα

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (αλιευτ.) α) συρόμενος δικτυωτός σάκος αλιείας με τριγωνικό σχήμα
β) (κατ' επέκτ.) το πλοίο που σύρει το δίχτυ αυτό
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού γυναικείου, κυρίως, χορού κατά τον οποίο οι χορευτές κρατιούνται με τα χέρια χιαστί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratta «πορεία»].