ανεξαπάτητος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἀνεξαπάτητος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξαπατηθεί.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἀνεξαπάτητος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξαπατηθεί.