ἀνεξαπάτητος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἀνεξαπάτητον, infallible, not to be deceived, Arist. Top.132a32; πρός τι in a thing, Id.Pol.1338a42, cf. Hierocl. in CA23p.470M., al. Adv. ἀνεξαπατήτως Ph.1.483, Poll.8.11.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser engañado ὑπὸ λόγου Arist.Top.132a32, πρὸς τὴν τῶν σκευῶν ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Arist.Pol.1338a42, cf. Chrysipp.Stoic.2.41, Origenes Cels.1.42, Hierocl.in CA 23.11
•de Dios ἀνεξαπάτητον γὰρ τὸ θεῖον Chrys.M.61.625
•subst. τὸ ἀνεξαπάτητον = la imposibilidad de engaño M.Ant.7.55.
2 adv. ἀνεξαπατήτως = infaliblemente, sin ser engañado Ph.1.483, Poll.8.11.
German (Pape)
[Seite 223] untrüglich, Arist. top. 5, 4; πρός τι Pol. 8. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξαπάτητος: не поддающийся обману (ὑπό τινος и πρός τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξᾰπάτητος: -ον, ὁ μὴ ἐξαπατώμενος εἴς τι, ἀνεξαπάτητοι πρὸς τὴν τῶν σκευῶν ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12· ὑπό τινος, ἀνεξαπάτητον εἶναι ὑπὸ λόγου, μὴ ἀπατᾶσθαι ὑπὸ λόγου, ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4, 2. - Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. 8.11.
Greek Monolingual
ἀνεξαπάτητος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξαπατηθεί.
Translations
infallible
Armenian: անսխալական; Belarusian: бясхі́бны, беспахі́бны, непамыльны, беспамылковы; Bulgarian: непогрешим, безпогрешен; Catalan: infal·lible; Chinese Mandarin: 萬無一失, 万无一失; Czech: neomylný; Danish: ufejlbarlig; Dutch: onfeilbaar; Esperanto: neeraripova; Finnish: erehtymätön; French: infaillible; Galician: infalible, infalíbel; German: unfehlbar; Greek: αλάνθαστος, αναμάρτητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀδιαμάρτητος, ἀδιάπταιστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάστροφος, ἀμετάπταιστος, ἀναμάρτητος, ἀναμπλάκητος, ἀνεξαπάτητος, ἀνεπίλειπτος, ἀπαράβατος, ἀπλάνητος, ἄπταιστος, ἅπταιστος, ἄφυκτος, νημερτής, πανατρεκής; Hungarian: tévedhetetlen; Italian: infallibile; Japanese: 間違いない, 無欠の, 無謬の, 完璧な; Manx: neushaghrynagh; Navajo: doo nidínéeshii; Norwegian: ufeilbarlig; Polish: nieomylny, niezawodny; Portuguese: infalível; Russian: непогрешимый, безошибочный; Serbo-Croatian: nepogrešiv, непогрешив; Slovak: neomylný; Spanish: infalible; Swedish: ofelbar; Turkish: yanılmaz, şaşmaz, mutlak, muhakkak; Ukrainian: непогрі́шний, непогрішимий, безпомилковий, непохибний
unerring
Bulgarian: верен, безпогрешен; Dutch: onfeilbaar; Georgian: უშეცდომო; German: unfehlbar, untrüglich; Greek: αλάνθαστος; Ancient Greek: νημερτής; Hindi: अचूक; Icelandic: óskeikull; Manx: neushaghrynagh; Middle English: siker; Occitan: infalhible; Polish: nieomylny, niechybny; Russian: безошибочный; Serbo-Croatian Cyrillic: непогрѐшив, непогрјѐшив; Roman: nepogrèšiv, nepogrjèšiv