ανεξιθρησκία
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
η
ανοχή που επιδεικνύει η κρατική εξουσία ως προς τη θρησκεία των πολιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξίθρησκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1768 στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].