ανεπίβλεπτος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός στον οποίο δεν ασκείται επίβλεψη, παρακολούθηση ή φρούρηση.