ανεπηρέαστος

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπηρέαστος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη
2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
αβλαβής.