ανεπιτηδειότητα
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
η (Α ἀνεπιτηδειότης)
1. αδεξιότητα, ανικανότητα
2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα.