ανθέμιο
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
το (Α ἀνθέμιον)
1. συνηθισμένο φυτικό κόσμημα της αρχαίας τέχνης (σε ακρωτήρια, ακροκέραμα)
2. φυτικό κόσμημα σε τατουάζ
3. το φυτό ανθεμίς.