ανθέμιο

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

το (Α ἀνθέμιον)
1. συνηθισμένο φυτικό κόσμημα της αρχαίας τέχνης (σε ακρωτήρια, ακροκέραμα)
2. φυτικό κόσμημα σε τατουάζ
3. το φυτό ανθεμίς.