ανθήλη

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνθήλη) άνθος
νεοελλ.
είδος ταξιανθίας
αρχ.
ο θύσανος, η φούντα φυτού (όπως των δημητριακών ή του καλαμιού).