ανθο

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek (Liddell-Scott)

ανθο: κατάλ. ῥηματ. ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφαῖς, ὡς π. χ. ἀπεγράψανθο = αντο, ἴδε Λεξ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη.