ανθοκρατώ

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

ἀνθοκρατῶ (-έω) (Α)
(κωμική, εξεζητημένη λέξη του Λουκιανού) είμαι ο κύριος των ανθέων, ανήκω στην πνευματική αριστοκρατία.