ανθοσκεπής

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

Greek Monolingual

-ές
1. ο σκεπασμένος με λουλούδια
2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο].