ανθοσκεπής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ές
1. ο σκεπασμένος με λουλούδια
2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο].