ανθρακέμπορος

Greek Monolingual

ο
έμπορος ανθράκων και κυρίως των γαιανθράκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].