ανθρακοβριθής

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που είναι γεμάτος άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια σύνθετη λ. < άνθος + -βριθής < βρίθω (πρβλ. ανεμοβριθής, ανθοβριθής)].