ανθοβριθής

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

-ές
ο γεμάτος άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -βριθής < βρίθω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].