Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
-έςο γεμάτος άνθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -βριθής < βρίθω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].