ανθρακοπώλης

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρακοπώλης)
πωλητής γαιανθράκων ή ξυλανθράκων, καρβουνιάρης.