ανθρωπεμπορία

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

η
1. η δουλεμπορία
2. η σωματεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα].