ανθρωπιστί

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ἀνθρωπιστί επίρρ. (AM)
στη γλώσσα των ανθρώπων.