ανθρωπολάτρης

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀνθρωπολάτρης, θηλ. -ις)
αυτός που λατρεύει έναν άνθρωπο ως θεό.