ανθρωποσωτήριος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που σώζει ανθρώπους, που προσφέρει βοήθεια σε αυτούς που υποφέρουν
2. αυτός που σώζει, που βοηθά την ανθρωπότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Λόγιο Ερμή].