ανθόσταγμα

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

το (κ. ανθόσταμα)
ανθόνερο, απόσταγμα από άνθη λεμονιάς.