ανθότοπος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

ο
τόπος με πολλά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -τοπος < τόπος. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Σολωμό].