ανθόφιλος

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τα άνθη
2. το ουδ. ως ουσ. ανθόφιλα
ονομ. των Μελιγόνων Υμενόπτερων.