ανισογαμία

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

η
1. γάμος μοργανατικός
2. (Βιολ.) περίπτωση αμφιγονίας (εγγενούς αναπαραγωγής) κατά την οποία οι συντηκόμενοι γαμέτες διαφέρουν ως προς το μέγεθος, την εξωτερική εμφάνιση ή την όλη κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + γάμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον φιλόλογο Μίνω Λάππα, ως απόδοση του γαλλ. mesalliance].