τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
καθιστώ άνοσο, εξασφαλίζω ανοσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνοσος + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immunize].