αντένα

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

η
1. η κεραία του ιστού του πλοίου, η οποία χρησιμεύει για να εξαρτηθούν τα πανιά του
2. η κεραία του ανεμόμυλου ή αντλητικής μηχανής
3. η κεραία του ασύρματου
4. το πόδι, το σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) antena < λατ. antenna].