αντίμισθος

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

ἀντίμισθος, -ον (Α)
ο αντί μισθού, αυτός που δίνεται σαν ανταμοιβή.