ανταμοιβή

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀνταμοιβή)
παροχή αμοιβής για υπηρεσίες, ανταπόδοση
αρχ.
ανταλλαγή, εναλλαγή.