αντίχειρας

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

ο (Α ἀντίχειρ)
το παχύτερο από τα δάχτυλα του χεριού, που αποτελείται από δύο φάλαγγες και βρίσκεται απέναντι στα άλλα τέσσερα.