αντίχειρας

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀντίχειρ)
το παχύτερο από τα δάχτυλα του χεριού, που αποτελείται από δύο φάλαγγες και βρίσκεται απέναντι στα άλλα τέσσερα.