ανταίος

Greek Monolingual

ἀνταῖος, -α, -ον (Α) άντα
1. ο ακριβώς αντίθετος
2. (για πλήγματα) αυτός που καταφέρεται ίσια στο στήθος
3. φρ. «τἀνταῖα θεῶν
οι εχθρικές διαθέσεις των θεών
4. (επίθ. θεών) αυτός που εξευμενίζεται με ικεσία.