αντιπαράκειμαι

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ἀντιπαράκειμαι (Α)
1. κείμαι, είμαι τοποθετημένος ακριβώς απέναντι
2. (Γραμμ.) αντιστοιχώ.