αντιπαράκειμαι
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
ἀντιπαράκειμαι (Α)
1. κείμαι, είμαι τοποθετημένος ακριβώς απέναντι
2. (Γραμμ.) αντιστοιχώ.