αντιπαρήκω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
ἀντιπαρήκω (Α)
1. αντιπαρεκτείνομαι
2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω.
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀντιπαρήκω (Α)
1. αντιπαρεκτείνομαι
2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω.