υπερφαλαγγίζω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Greek Monolingual
Ν
1. επεκτείνω το μέτωπο της παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα της εχθρικής παράταξης
2. περικυκλώνω
3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].